ακαταμάχητο

ακαταμάχητο
τό
1) непобедимость; 2) неопровержимость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ακαταμάχητο" в других словарях:

  • άητος — ἄητος, ον (Α) [ἄω] 1. (στον εν. μόνο στη φρ.) «θάρσος ἄητον», ακαταμάχητο θάρρος 2. πληθ. ἄητοι ορμητικοί, βίαιοι, θυελλώδεις …   Dictionary of Greek

  • ακόνιτο — (aconitum). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Περιλαμβάνει περισσότερα από 60 είδη της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Τα φυτά αυτά έχουν ψηλό βλαστό που μπορεί να φτάσει σε ύψος… …   Dictionary of Greek

  • Μπελίνι, Βιντσέντσο — (Vincenzo Bellini, Κατάνη 1801 – Πιτό, Παρίσι 1835). Ιταλός συνθέτης. Από οικογένεια μουσικών, άρχισε να σπουδάζει μουσική από παιδί και το 1812, με υποτροφία του δήμου Κατάνης, πήγε στη Νάπολη να συνεχίσει τις σπουδές του. Εκεί ανέβασε στο ωδείο …   Dictionary of Greek

  • Ο Σ πεζογράφος — Πέρα από τον ποιητή που όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε, υπάρχει και ένας άλλος Σ. που δεν τον αξιολογήσαμε όσο πρέπει. Είναι ο Σ. πεζογράφος. Η πεζογραφία του, μικρή κι αυτή σε ποσότητα, αλλ’ ισάξια με την ποίησή του σε πνοή και δυναμισμό, αποτελεί… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»